- λεκανόπωλις
- λεκᾰνό-πωλις, ιδος, ἡ,A for the sale of dishes,
στωΐα IG12(2).14.12
(Mytil., dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στωΐα IG12(2).14.12
(Mytil., dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεκανόπωλις — λεκανόπωλις, ώλιδος, ἡ (Α) η πωλήτρια λεκανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτό πωλις, μυρό πωλις] … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek